λαϊκότητα

λαϊκότητα
η
το να ακολουθεί κανείς λαϊκά πρότυπα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λαϊκότητα — η 1. το γνώρισμα τού λαϊκού, το να είναι κάτι λαϊκό 2. απλότητα στους τρόπους και στο ντύσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαϊκός. Η λ., στον λόγιο τ. λαϊκότης, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Νικ. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

  • Ουβάροφ, Σεργκέι Σεμιόνοβιτς — (Count Sergey Semyonovich Uvarov, 1786 – 1855). Ρώσος πολιτικός και συγγραφέας. Διετέλεσε αρχικά επιθεωρητής εκπαίδευσης στην περιφέρεια της Αγίας Πετρούπολης. Ήταν μέλος της λογοτεχνικής εταιρείας Αρζαμάς και, από το 1818 έως τον θάνατό του,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”